- ἑστίαμα
- ἑστίᾱμα , ἑστίαμαbanquetneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό … Dictionary of Greek
ἑστιαμάτων — ἑστιᾱμάτων , ἑστίαμα banquet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάμασι — ἑστιά̱μασι , ἑστίαμα banquet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάματα — ἑστιά̱ματα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάματι — ἑστιά̱ματι , ἑστίαμα banquet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)